Εν συντομία: η ρευματολογία ασχολείται με φλεγμονώδεις και
επώδυνες παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος, στις οποίες συχνά
το ανοσοποιητικό σύστημα είναι απορρυθμισμένο.
Πότε να επισκεφτείτε ρευματολόγο;
Η επίσκεψη σε ρευματολόγο είναι σημαντική όταν εμφανίζονταιεπίμονα ή ανεξήγητα συμπτώματα που επηρεάζουν τις αρθρώσεις, τους μυς ή τους τένοντες. Ενδείξεις ότι χρειάζεται να συμβουλευτείτερευματολόγο περιλαμβάνουν:
Πόνος ή δυσκαμψία στις αρθρώσεις που διαρκεί για περισσότερο από μερικές εβδομάδες, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από πρήξιμο ή θερμότητα.
Πρωινή δυσκαμψία που διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.
Κόπωση ή χαμηλός πυρετός χωρίς προφανή αιτία.
Εξανθήματα, στοματικά έλκη ή ευαισθησία στο ηλιακό φως, που μπορεί να συνοδεύουν αυτοάνοσα νοσήματα.
Ανεξήγητη μυϊκή αδυναμία ή πόνος.
Ιστορικό ρευματικών νοσημάτων στην οικογένεια.
Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα, θετικά αυτοαντισώματα (όπως
ANA ή RF) ή άλλες παθολογικές εξετάσεις αίματος που
υποδεικνύουν ρευματολογική νόσο.
Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση από ειδικό ρευματολόγο είναικρίσιμη για την αποφυγή επιπλοκών και τη διατήρηση της ποιότηταςζωής. Αν έχετε κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα, μην διστάσετενα ζητήσετε ιατρική αξιολόγηση.
Πριν από το πρώτο ραντεβού
Πριν το πρώτο ραντεβού με την ιατρό συγκεντρώστε όλες τι
σχετικές ιατρικές πληροφορίες και εξετάσεις σχετκά με τα
συμπτώματά σας. Ενημερωθείτε επίσης εάν υπάρχουν αυτοάνοσα
νοσήματα στο οικογενειακό σας περιβάλλον. Γράψτε μια λίστα με τα
φάρμακα που λαμβάνετε κατά την πρώτη σας επίσκεψη.
Σε περίπτωση που υπάρχει ένα ήδη γνωστό ρευματολογικό
νόσημα, σημειώστε, εφ οσον είναι δυνατόν, όλες τις θεραπείες που
έχετε λάβει μέχρι τώρα σχετικά με το νόσημά σας ( π.χ. κορτιζόνη,
μεθοτρεξάτη, βιολογικοί παράγοντες, δόση, διάρκεια θεραπείας,
λόγος διακοπής της εκάστοτε θεραπείας).
Σε κάθε πρώτη επίσκεψη αφιερώνουμε τουλάχιστον μια ώρα στον
ασθενή.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης παίρνουμε ένα πλήρες
ιστορικό με τα τωρινά συμπτώματα αλλά και με παθήσεις του
παρελθόντος.
Στη συνέχεια γίνεται η κλινική εξέταση του ασθενούς με έλεγχο
όλων των αρθρώσεων.
Εαν χρειαστεί ακολουθεί ο υπέρηχος του μυοσκελετικού
συστήματος, κυρίως των επώδυνων ή διογκομένων αρθρώσεων.
Στο τέλος δίνονται οι οδηγίες για περαιτέρω εξετάσεις αν χρειάζονται (π.χ. εξετάσεις αίματος, ακτινογραφίες, μαγνητική τομογραφία) ή για τη θεραπεία που θα ακολουθήσει.
Σε κάθε ασθενή δίνονται ενημερωτικά φυλλαδια σχετικά με το
νόσημά του και τη θεραπεία που θα πρέπει να ακολουθήσει.